|
Τετάρτη, 03 Ιουνίου 2015 |
Ζώντας σε μια συγκυρία όπου παρατηρούμε την πραγματικότητα συνεχώς να συρρικνώνεται και να υποχωρεί, αφήνοντας χώρο για την επικράτηση ψευδαισθήσεων, ανθρωπομορφισμών, φαντασιώσεων και επιθυμιών, που προβάλλονται από άτομα και ομάδες για να εξορκίσουν το λεγόμενο «μνημονιακό άγος», είναι μάλλον ακατόρθωτο να πει κανείς δημοσίως τα πράγματα με το όνομά τους. Αν κάποιος το τολμήσει καταδικάζεται ως μνημονιακός, αντιδημοκρατικός, συκοφάντης, «συνεργάτης των γερμανών», πεμπτοφαλαγγίτης, χουντικός και ούτω καθ’ εξής.
Θύμα αυτής της «μοίρας» δυστυχώς έπεσε και η ταπεινότητά μου, όταν, στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τόλμησα από του βήματος της Βουλής, ως αντιπρόσωπος του ελληνικού λαού, εκλεγμένος στην Ηλεία, να αντιδράσω στην πρόταση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, που ζητούσε να οριστεί αρμόδιο το Εφετείο και όχι το Πρωτοδικείο που αρχικά προβλεπόταν, για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής από Διοικητικές Συμβάσεις σε εμπορικές συναλλαγές, με την δικαιολογία ότι τα Διοικητικά Πρωτοδικεία έχουν υπερπληθώρα αδίκαστων υποθέσεων. Η αντίδρασή μου αυτή ήταν καθήκον που μου επέβαλε η επί 35 χρόνια δικηγορία μου στην επαρχία και η επί σειρά ετών θητεία μου ως προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας, ιδιότητες από τις οποίες είμαι σε θέση να γνωρίζω πολύ καλά ότι ασφαλιστικές και φορολογικές υποθέσεις κατά εκατοντάδες χιλιάδες λιμνάζουν αδίκαστες, επί ζημία του χειμαζόμενου Ελληνικού Δημοσίου, γιατί τα πρωτοβάθμια τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, που εδρεύουν στις πρωτεύουσες των νομών, συνεδριάζουν κατά κανόνα μια φορά το μήνα.
Ειδικά λοιπόν, αυτό ισχύει για το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηλείας, που δεν συνεδριάζει περισσότερες από έξι φορές τον χρόνο γιατί: α) Τέσσερις μήνες χάνονται από τις δικαστικές διακοπές θέρους και εορτών και β) γιατί δύο φορές το χρόνο συνεδριάζει στις μεταβατικές έδρες Αμαλιάδας και Ζακύνθου. Επιπλέον, τόσο ο πρόεδρος όσο και οι άλλοι δικαστές δεν κατοικούν στην έδρα του Δικαστηρίου, αλλά επισκέπτονται τον Πύργο σε τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως μια φορά το μήνα. Εξάλλου, ως μάχιμος δικηγόρος έχω βιωματική αντίληψη και για προσωρινές διαταγές που έχουν απορριφθεί ή χορηγηθεί τηλεφωνικά.
Για όλες αυτές τις αλήθειες καταδικάστηκα δημοσίως από την Ε.Δ.Δ. ως συκοφάντης και δέχθηκα αήθη προσωπική επίθεση, που έφτασε μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζει το ήθος και το ύφος μου, ότι αποπνέουν χουντική νοοτροπία. Κυρίως φαίνεται να ενόχλησε η άποψη που εξέφρασα, ότι ο νόμος που αποτελεί έκφραση της γενικής θέλησης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα επαγγελματικά συμφέροντα οργανωμένων κοινωνικών ομάδων, που κάθε φορά καλούνται να εκφράσουν τη γνώμη τους επί του συζητούμενου νομοσχεδίου και κατά αυτόν τον τρόπο έχουν αναγορευθεί σε νομοθετικούς «πελάτες» του Κοινοβουλίου. Πάντως τα τελευταία 35 χρόνια της ζωής μου (δεν ξέρω πόσο αντιδημοκρατικό θα φανεί αυτό στην Ε.Δ.Δ.) σέβομαι και τιμώ τους δικαστές όλων των βαθμίδων, που εντίμως και ευόρκως εκτελούν το δύσκολο στις ημέρες μας καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι διστάζω να καταφερθώ δημοσίως εναντίον όσων προσβάλλουν το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις αυτοί συμβαίνει να έχουν την ιδιότητα του Δικαστή. Αντιπαρέρχομαι λοιπόν τις προσωπικές ύβρεις και προσβολές που δέχθηκα από την Ε.Δ.Δ., παρά το γεγονός που προπάντων πλήττουν τη λαϊκή κυριαρχία στην καρδιά της, δηλαδή στην άσκηση του δικαιώματος της παρρησίας, με την οποία η λαϊκή εντολή έχει εξοπλίσει κάθε βουλευτή. Επιθυμώ όμως, απαντώντας επί της ουσίας, να επιστήσω την προσοχή των αγανακτισμένων εκπροσώπων των διοικητικών δικαστών για τα εξής απλά:
1. Οι παραδόσεις των ελλήνων δικαστών ανέκαθεν επέβαλαν στα μέλη του σώματος το μέτρο στη χρήση του δημοσίου λόγου και την αποφυγή πολιτικάντικων μεθόδων επικοινωνίας. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και του κύρους της Δικαιοσύνης αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Το Σύνταγμα κανέναν άλλο δεν ορίζει εγγυητή ή τοποτηρητή της ανεξαρτησίας αυτής. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν απειλείται μόνο από εξωγενείς, αλλά και από ενδογενείς παράγοντες. Τέτοιοι προφανώς είναι α) η δικαστική οίηση, που συνιστά την από μέρους των δικαστών υπερεκτίμηση του θεσμικού τους ρόλου, σε σχέση με τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα όρια και δυστυχώς έχει οδηγήσει τη Δικαιοσύνη ως κρατική εξουσία να μην είναι μόνο ανεξάρτητη αλλά και ανεξέλεγκτη και αυτόνομη, β) η χαλάρωση του θεσμού της επιθεώρησης των τακτικών δικαστών και η παντελής έλλειψη αξιολόγησης του παραγόμενου δικαστικού έργου έχουν εξισώσει τους επιμελείς με τους αδιάφορους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε το μοναδικό αντικειμενικό κριτήριο για την υπηρεσιακή εξέλιξη στην Δικαιοσύνη να είναι η «επετηρίδα», δηλαδή το πέρασμα του χρόνου, γ) οι αυθαίρετες και αναιτιολόγητες δικαστικές κρίσεις, που παράγουν άδικες και άστοχες αποφάσεις, δ) η εμπλοκή ή η διαπλοκή δικαστικών λειτουργών με δίκτυα προσωπικής προβολής και δημοσιότητας, ε) η διεκδίκηση σε κάποιες περιπτώσεις πολιτικού ρόλου από τους εκπροσώπους των δικαστών.
2. Το Σύνταγμα του 1975 δεν κατοχυρώνει για τις δικαστικές ενώσεις κάποιο ιδιαίτερο θεσμικό ρόλο (όπως ανακριβώς ισχυρίζεται η Ένωση). Απλά η διάταξη του άρθρου 89, παρ. 5 ορίζει ότι «Επιτρέπεται η συγκρότηση δικαστικών ενώσεων, όπως νόμος ορίζει». Από τη διάταξη αυτή όχι μόνο δεν απονέμεται κάποιος ειδικός ρόλος στην Ένωση Δικαστών, αλλά επιπλέον προκύπτει ότι αφού δεν έχει ψηφιστεί μέχρι σήμερα ειδικός νόμος για την οργάνωση και λειτουργία δικαστικών ενώσεων, αυτές αποτελούν σωματειακές ενώσεις του αστικού δικαίου, που ιδρύονται στο πλαίσιο του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Ειδικά μάλιστα η Ε.Δ.Δ., με σχετική τροποποίηση του καταστατικού της, που έγινε στις αρχές του 1980, αποτελεί σωματείο που μεταξύ άλλων σκοπό έχει (άρθρο 2, παρ. 1,εδ. δ και ε) τη βελτίωση των συνθηκών και τη προώθηση των συμφερόντων των μελών της. Επομένως είναι σαφής ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης χωρίς βέβαια να αμφισβητείται και ο ρόλος της στην προαγωγή της επιστήμης. Θέλω να πιστεύω ότι η εναντίον μου καταφορά δεν αποτελεί κρούσμα δικαστικής οίησης και καταχρηστικής ενάσκησης εναντίον μέλους του Κοινοβουλίου του δικαιώματος της Ένωσης να υπερασπίζεται τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών της.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη του Αντόνιο Γκράμσι ότι οι συνδικαλιστές είναι τραπεζίτες ανθρώπων και δεν έχω χάσει ακόμα την ελπίδα μου, ότι ο Έλληνας Δικαστής, που καθημερινά οφείλει να αγωνίζεται για μια δίκαιη κοινωνία, στις κρίσιμες ώρες που περνάει ο τόπος δεν θα αρνηθεί συμμετάσχει στο προσκλητήριο για μια μεγάλη δικαστική μεταρρύθμιση, που έχει ανάγκη η χώρα. Χρειάζεται όμως να γίνουμε πιο απαιτητικοί πρώτα από εμάς τους ίδιους και από τους συναδέλφους μας. Αν χρειαστεί να γίνουμε και κακοί με κάποιους, που έχουν βολευτεί στις άσχημες συνήθειες του παρελθόντος, εάν θέλουμε να δούμε επιτέλους ριζικές αλλαγές στον τόπο αυτό.
Κώστας Τζαβάρας
Βουλευτής Ηλείας
Πρώην Υπουργός Πολιτισμού
|