|
Δευτέρα, 08 Δεκεμβρίου 2014 |
Στα πλαίσια συζήτησης του προϋπολογισμού 2015 μίλησε από το βήμα της βουλής ο πρώην Υπουργός Πολιτισμού και βουλευτής της Ν.Δ κ. Τζαβάρας αναφέροντας ,ότι σε αυτή τη διαδικασία της συζήτησης και της έγκρισης του προϋπολογισμού αν είναι κάτι που εντυπωσιάζει, είναι το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή για τους περισσότερους έγινε η αφορμή για να επεκταθούν σε μια σειρά γενικεύσεων, που αφορούν το παρόν και το μέλλον του τόπου. Γενικεύσεων, που αφορούν, όπως ελέχθη από πολλούς, το περιεχόμενο μιας αφήγησης, την οποία ο καθένας για τον εαυτό του και εξ ονόματος του κόμματός του ανέλαβε την υποχρέωση είτε να αναγνώσει είτε να απαγγείλει.
Το μεγάλο ερώτημα που γεννιέται στον καθένα είναι ότι αυτή την ώρα αν είναι κάτι που δεν χρειάζεται ο τόπος, αυτό είναι οι αφηγήσεις. Κυρίως, όμως, αυτό που περισσότερο δεν χρειάζεται είναι αυτό το ύφος ορισμένων συναδέλφων της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, οι οποίοι στρέφοντας το βλέμμα προς την άλλη πλευρά, προς τους αντιπάλους τους, με επηρμένη την οφρύ, με ύφος απαξιωτικό, με ύφος εισαγγελικό, αντιμετωπίζοντάς μας ούτε λίγο ούτε πολύ ως περιτρίμματα της ιστορίας, αναφέρεστε σαν να έχουμε κάνει στον τόπο αυτό το μέγιστο των δεινών. Ποιο, δηλαδή; Να έχουμε φανεί ανάξιοι των περιστάσεων αυτών, τις οποίες βεβαίως τις δημιούργησε μια συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη.
Αν πράγματι είναι κάτι που επίσης εντυπωσιάζει, είναι ότι αυτή η πολιτική υφολογία δεν συνδυάζεται με μια ουσία επιχειρημάτων. Και αν κάποιοι από εσάς τουλάχιστον, παρακολουθώντας τη διαδικασία, έφτασαν στο σημείο να αρθρώσουν έναν ουσιαστικό πολιτικό λόγο, χρησιμοποιήσαν αυτή τη ρητορική στρατηγική, που ο Σοπενχάουερ την αναφέρει ως την πιο δόλια πρακτική στη στρατηγική των λόγων, εκείνη δηλαδή που αυτός που τη χρησιμοποιεί προσπαθεί να αναγκάσει τον αντίπαλό του να απαντήσει σε δημόσιο διάλογο χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα κάτι το οποίο αποκλίνει από την κοινή αίσθηση.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του κρατούμενου που σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά απασχόλησε το Κοινοβούλιο, του κ. Ρωμανού. Εδώ πράγματι ο καθένας απορεί, τουλάχιστον όσοι από τους συναδέλφους έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Διότι εδώ, επίσης, σε αυτά ακριβώς τα γενικότερα συμφραζόμενα βλέπει κάποιος ότι γίνεται συνειδητά σύγχυση του νόμου και της αξίας, του βιωμένου νοήματος και του αντικειμενικού νοήματος, αυτού δηλαδή που οδηγεί τον καθένα στο να επενδύει μια φαντασία σε μια πραγματικότητα που ο ίδιος επιλέγει να παρουσιάζει, επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που νομίζει ότι θα τον κάνουν πιο πειστικό ή πιο ελκυστικό.
Με αυτόν, όμως, τον τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγή ιστορίας για τον τόπο. Θα επικαλεστώ τα λόγια ίσως ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες διανοητές -που δεν είναι της παράταξής μου- του Κωνσταντίνου Παπαϊωάννου, ο οποίος πολλές δεκαετίες πριν είχε διαπιστώσει μια βασική έλλειψη από την οποία υποφέρει ο τόπος μας, το γεγονός ότι όλοι κάνουμε διαπιστώσεις, όλοι απαγγέλουμε αφηγήσεις, όλοι έχουμε να πούμε μια συγκεκριμένη χρηστική εκδοχή της πραγματικότητας, πλην, όμως, αυτό που μας λείπει και αυτό που δεν προσπαθήσαμε ποτέ να έχουμε για αυτόν τον τόπο είναι μια συγκεκριμένη ελληνική φιλοσοφία της ιστορίας αυτού του τόπου.
Αν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο, τότε θα ξέραμε ότι αποτελούν φενάκη οι υποσχέσεις του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη, όταν το μόνο που έκανε ήταν να δημοσιοποιήσει ή να αποϊδιωτικοποιήσει το πελατειακό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Αντί, δηλαδή, να πηγαίνει ψιθυριστά σε κάθε υποψήφιο ψηφοφόρο και να του τάζει κάτι, σε δημόσια ακρόαση έταξε στους πάντες τα πάντα.
Είπε ότι έχει τη δύναμη, όταν πάρει από τον λαό την εξουσία, να επιστρέψει τον τόπο στο 2008, στο 2005, στο 1981. Μα, αυτή τη μαγική δύναμη, βέβαια, δεν μπορεί να την πάρει από τη λαϊκή εντολή. Αυτή τη μαγική δύναμη μόνο μια ψευδαίσθηση τελολογική, μία φαντασιοπληξία μπορεί να του τη δώσει, γιατί, κυρίως ως εκπρόσωπος της Αριστεράς, μιας παράταξης δηλαδή που πάντα είχε τη φιλοσοφία, αλλά κυρίως πάντα έκανε ιστορική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων, θα όφειλε να ξέρει ότι όχι μόνο δεν υπάρχει ιστορική ακινησία, αλλά κυρίως είναι αδύνατον η ιστορία να γυρίσει προς τα οπίσω.
Άρα, αυτού τους είδους τις θεοκρατικές ή τις μεσσιανικές εξαγγελίες δεν μπορεί ή τουλάχιστον δεν έχει το δικαίωμα κανένας να τις ονομάζει πρόγραμμα, πρόγραμμα βιώσιμης και ρεαλιστικής διακυβέρνησης του τόπου σ’ αυτές τις ώρες, που το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να συνεννοηθούμε και να συναινέσουμε, για να βγάλουμε τον τόπο από το αδιέξοδο, για να μπορέσουμε με βάση αυτόν τον προϋπολογισμό, που σήμερα θα τον ψηφίσουμε, να δώσουμε στην Ελλάδα ακόμα τη δυνατότητα να πάει ένα βήμα πιο μπροστά.
|