|
Πέμπτη, 22 Μαρτίου 2012 |
Κατά τη διάρκεια συζήτησης στη βουλή νομοθετικού εργου «Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών ΜΜΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων» ο υπεύθυνος του τομέα Δικαοσύνης της ΝΔ Κώστας Τζαβάρας τόνισε , ότι ο λαός πρέπει να γνωρίζει τις πηγές απόκτησης του πλούτου των προσώπων αυτών, ενώ αναφέρθηκε στον Μαρξ Βέμπερ ο οποίος έθεσε το ερώτημα: «Ο πολιτικός πρέπει να ζει για την πολιτική ή από την πολιτική;»
Πράγματι , ανέφερε ο κ. Τζαβάρας , σήμερα έχουμε την ξεχωριστή εμπειρία με πρόταση 75 βουλευτών να φέρετε ενώπιο της Εθνικής Αντιπροσωπείας μια πρόταση νόμου που αφορά στη ρύθμιση ζητημάτων που πλέον τα επιβάλει η ευταξία στο χώρο της δημόσιας ζωής αλλά κυρίως η στοιχειώδης ηθική αντιμετώπιση κάποιων ζητημάτων που για πολύ καιρό πια τώρα σέρνονται και αποτελούν αντικείμενο ποικίλων σχολιασμών εκεί όπου καθημερινά η δημόσια ζωή ανατέμνεται ή και κακοποιείται κάποιες φορές. Εκεί όπου πραγματικά ο δημόσιος λόγος εκπέμπεται με ένα τρόπο που -αξίζει να το υπενθυμίσω- δεν είναι πάντα εύστοχος και κυρίως δεν είναι πάντα ανιδιοτελής.
Οφείλω, λοιπόν, εν πρώτοις να υπογραμμίσω με τα πιο επαινετικά λόγια την πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής, κ. Κακλαμάνη, ο οποίος στην Αίθουσα αυτή, όσο τουλάχιστον εγώ έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ τις εργασίες και να συμμετέχω σ’ αυτή, έχει δώσει πράγματι δείγματα μιας στάσης η οποία δεν κάμπτεται μπροστά σε πιέσεις οι οποίες εκπορεύονται από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας. Από κέντρα, δηλαδή, που υπάρχουν μέσα στην πολιτική ζωή χωρίς να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα και παρ’ όλα αυτά –αυτή άλλωστε είναι και η θεσμική συγκρότηση της ζωής μας στο επίπεδο της αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών- επιβάλλουν και το λόγο τους και τον τρόπο τους.
Είναι, λοιπόν, αγαθή η τύχη σήμερα να συζητάμε για ζητήματα που άπτονται της διαφάνειας, των περιουσιακών στοιχείων αυτών των προσώπων που η παρουσία τους στην δημόσια ζωή ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό. Και αυτά τα πρόσωπα είναι όσοι από το 1974 μέχρι σήμερα υπήρξαν πρωθυπουργοί, υπήρξαν αρχηγοί κομμάτων που είχαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, υπήρξαν υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υφυπουργοί, άλλοι κρατικοί λειτουργοί αλλά και πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Ο λαός ενδιαφέρεται -και δικαιολογημένα- για το τι έχουν στην περιουσία τους τα πρόσωπα αυτά. Γιατί αναμφίβολα το τι έχει κάποιος και πως το απέκτησε έχει πολύ σημαντική επίδραση στην κρίση που μπορεί να συγκροτήσει ο λαός για το τι λογής, για το τι ποιότητας άνθρωπος είναι ο ελεγχόμενος. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή στην Εθνική Αντιπροσωπεία εισάγεται μια πρόταση νόμου η οποία με τον πιο ορθό τρόπο δημιουργεί τις θεσμικές προϋποθέσεις για να ελέγχεται η περιουσιακή κατάσταση δημοσίων και κρατικών λειτουργών σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση, ώστε τα συμπεράσματα, που μπορεί να βγάλει ο λαός από την περιουσιακή κατάσταση κάποιου, να έχουν πράγματι αναφορά και επιρροή στην απόφασή του για το πώς θα αξιολογήσει αυτούς τους ανθρώπους όταν θα έρθει εκείνη η ώρα της κρίσης.
Και βέβαια η κρίση δεν είναι μόνο οι εκλογές. Η κρίση δεν είναι μόνο η στιγμή που ο λαός προσέρχεται για να αποφασίσει σε ποιους θα εμπιστευτεί τη διακυβέρνηση του τόπου. Η κρίση πρέπει να γίνεται καθημερινά και θα πρέπει να γίνεται με τέτοιου είδους κριτήρια και γνώμονα που να οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα.
Γιατί επιτέλους μέσα απ’ αυτήν τη σημερινή πρωτοβουλία αυτό που τελικά αναβιώνει, όσον αφορά τουλάχιστον τους πολιτικούς, είναι αυτό το διαρκές ερώτημα που απασχολεί τους πάντες που ασχολούνται με τη δημοκρατία από τότε που για πρώτη φορά ο Μαρξ Βέμπερ έθεσε το ερώτημα: «Ο πολιτικός πρέπει να ζει για την πολιτική ή από την πολιτική;» Βεβαίως μ’ αυτήν την πρόταση νόμου η λύση δίνεται πιο πολύ υπέρ της πρώτης εκδοχής. Θα πρέπει, δηλαδή, ο πολιτικός, θα πρέπει αυτός στον οποίο ο λαός αναθέτει καθήκοντα διακυβέρνησης, να είναι σε θέση πάνω απ’ όλα να μπορεί να λογοδοτεί και για την ποιότητα του είναι του, αλλά κυρίως και για την προέλευση των αποκτημάτων του, αφού, όπως είπα, αυτά τα δύο συνδέονται. Και συνδέονται γιατί ένας άρπαγας ή ένας πλεονέκτης όταν εισέρχεται στην πολιτική δεν θα κάνει τίποτα άλλο από το αποθησαυρίζει γύρω του αγαθά, τα οποία προφανώς τα αποκτά με κατάχρηση του αξιώματος το οποίο του εμπιστεύτηκε ο λαός.
Αυτήν ακριβώς την κατάχρηση, αυτήν ακριβώς την παθογένεια, που δεν είναι άλλωστε και σπάνια κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, θα πρέπει να την εξαλείψουμε στο μέτρο βέβαια που μας προσφέρονται τέτοιες θεσμικές δυνατότητες. Και όπως πολύ ορθά ανέφερε ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής, δεν είναι κανένας τόσο ευήθης ώστε να εκθέτει την εγκληματικότητα του εαυτού του ως προς την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων με αθέμιτο τρόπο στον έλεγχο, ο οποίος είναι και δεδομένος και έχει συγκεκριμένη απόδοση. Είναι, δηλαδή, προφανές ότι όσοι τουλάχιστον έχουν διαπρέψει σ’ αυτήν τη δραστηριότητα της αποθησαύρισης αγαθών με αθέμιτο τρόπο με αφορμή την ενασχόληση τους με την πολιτική ξέρουν και πως μπορούν να τα κρύψουν, ξέρουν και πως μπορούν να τα ασφαλίσουν.
Το φαινόμενο των υπεράκτιων εταιρειών, αυτών που λέγονται off shore και που μονίμως στις συζητήσεις που γίνονται για τα αντίστοιχα ζητήματα σ’ αυτήν την Αίθουσα έχει λεχθεί ότι αποτελούν οχήματα απόκρυψης παράνομου πλουτισμού -αυτό επαναλαμβάνω το φαινόμενο- δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα να το προσπελάσουμε, να το προσεγγίσουμε και κυρίως να το εξαφανίσουμε από την πολύ μεγάλη λειτουργικότητα που έχει όσον αφορά τον παράνομο πλουτισμό των πολιτικών προσώπων.
Αυτό το συγκεκριμένο νομοθέτημα, που σε λίγο θα είναι η πρόταση νόμου που συζητάμε, ασφαλώς δεν απαντάει σ’ αυτήν την ανάγκη, απαντάει όμως, όπως ελέχθη, στο ότι η περιουσιακή κατάσταση των προσώπων που αναφέρονται στο συγκεκριμένο νομοθέτημα θα πρέπει να είναι δεδομένη και προσιτή στο λαό. Θα πρέπει, δηλαδή, ο λαός να γνωρίζει τις πηγές της απόκτησης του πλούτου των συγκεκριμένων προσώπων και επάνω σ’ αυτές τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις να στηρίζει την αξιολόγησή του και να στηρίζει βέβαια σε συγκερκιμένα στοιχεία όλο αυτόν το σχεδιασμό στον οποίο επιδίδονται οι πάντες -και δικαίωμα τους είναι να το κάνουν- αναφορικά με τα πολιτικά πρόσωπα.
Αρκεί όμως -και αυτό είναι κάτι το οποίο προβάλω σ’ αυτήν τη συζήτηση σαν μια ένσταση, σαν μια επιφύλαξη- ένας πολιτικός να φαίνεται ότι είναι τίμιος, αρκεί ένας ιδιοκτήτης μέσων μαζικής ενημέρωσης που έχει και διαχειρίζεται μια εξωθεσμική εξουσία πολύ μεγάλης αποτελεσματικότητας να φαίνεται ότι δεν διαθέτει off shore εταιρείες ή υπεράκτιες για να λειτουργεί καλά το πολίτευμα της δημοκρατίας; Ασφαλώς και όχι. Ασφαλώς χρειαζόμαστε και άλλα θεσμικά αντίβαρα σ’ αυτήν την υπερβολική απόκτηση εξουσίας από εκείνους, οι οποίοι συσσώρευσαν με τρόπο παράνομο και αθέμιτο πλούτο, ο οποίος πράγματι τους δίνει τη δύναμη να συναγωνίζονται άνισα τους συναδέλφους τους σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Διότι είναι προφανές –και κοντά στο νου- ότι αυτός που κατάφερε να συσσωρεύσει πλούτο αθέμιτο, άκοπο, αφορολόγητο, μαύρο έχει και τη δύναμη και την εξουσία να ελέγχει πολύ καλύτερα από εκείνον τον απλό, το φιλόδοξο, το ρομαντικό που εισέρχεται στον ίδιο στίβο για να αγωνιστεί για το καλό της πατρίδας. Και απ’ αυτό το συναγωνισμό, πράγματι, δεν βγαίνει ωφελημένη ούτε η δημοκρατία ούτε η πατρίδα.
Σήμερα, όμως, κάνουμε ένα πρώτο βήμα. Και αυτό το βήμα είναι άξιο επαίνου. Και είναι πολύ παρήγορο και ελπιδοφόρο ότι αυτό το βήμα που κάνουμε, πράγματι, συγκεντρώνει την ομοθυμία και την ομοφωνία όλων των πτερύγων της Βουλής.
Υπό αυτή, λοιπόν, την έννοια και η Νέα Δημοκρατία, παρόλο που έχει καταθέσει πρόταση νόμου που αφορά, όπως επανειλημμένως ο Πρόεδρος ο Αντώνης Σαμαράς έχει πει, έναν έλεγχο που πρέπει να γίνει και ο οποίος θα πρέπει να έχει σαν στόχο τη συμφωνία μεταξύ των αποκτημάτων και των εισοδημάτων κάτω από μια άλλη προοπτική και κυρίως με μια στόχευση, η οποία πηγαίνει πιο βαθειά και πιο μακριά, παρά ταύτα, συμφωνούμε με το περιεχόμενο της πρότασης νόμου, την στηρίζουμε και την ψηφίζουμε. Και πιστεύουμε ότι από αυτή ακριβώς τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία μόνο καλό μπορεί να προκύψει για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, ενός πολιτεύματος που σε αυτόν το τόπο έχει δώσει και στην κοινωνία και στην οικονομία και στον πολιτισμό πολύ μεγάλα και σεβαστά έργα.
Κυρίως, όμως, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι σε συνθήκες έντονης κρίσης όπως είναι η σημερινή -αυτή η κρίση που όλοι την προσεγγίζουμε με όρους, βέβαια, οικονομικούς, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ταυτόχρονα αφορά και τους θεσμούς και την πολιτική και μπορώ να πω ότι αφορά ακόμα και την πολιτιστική ζωή του τόπου μας- προσφέρεται η ευκαιρία για τέτοιες πρωτοβουλίες, για πρωτοβουλίες δηλαδή, που έχουν τη δύναμη και τη φιλοδοξία να συνδέουν τα συμβάντα, τα γεγονότα, δηλαδή που για πρώτη φορά εμφανίζονται σε αυτήν την εξέλιξη της κρίσης και που πράγματι το νόημα τους δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένο και πολλές φορές μας κάνουν να στεκόμαστε άφωνοι και αμήχανοι μπροστά τους. Αυτά τα ιστορικά συμβάντα θα πρέπει να έχουμε τη δύναμη να τα συνδέουμε με τις αλήθειες επάνω, στις οποίες έχει οικοδομηθεί η δημοκρατία μας και γενικά ο πολιτισμός μας.
Θεωρώ ότι δεν υπάρχει στο αντικείμενο που πραγματεύεται η συγκεκριμένη πρόταση καλύτερος τρόπος για να συνδεθεί αυτή η κρίση του θεσμικού στερεώματος που έχει προκύψει , αυτό το ιστορικό συμβάν από τη χρηματοπιστωτική αναστάτωση, στην οποία σήμερα βρισκόμαστε, με μια αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει καθένας που προσέρχεται στη δημόσια ζωή είτε ως Βουλευτής είτε ως πολιτικός είτε ως ιδιοκτήτης Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, κυρίως και πάνω απ’ όλα να περιφρουρεί, να προσέχει και να εφαρμόζει απαρεγκλίτως τους κανόνες που ορίζουν το πώς θα συμπεριφέρεται και πως θα ζει το ρόλο του και τον τίτλο του με τη μεγαλύτερη δυνατή ευπρέπεια και αξιοπρέπεια. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα μάθημα, ένα δίδαγμα που βγαίνει απ’ αυτή την πρωτοβουλία.
Επιτρέψτε μου, κύριε Πρόεδρε, να σας το αναγνωρίσω αυτό.
|