|
Τετάρτη, 07 Μαρτίου 2012 |
Κατά τη διάρκεια συζήτησης στη βουλή του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής». ο υπεύθυνος του τομέα Δικαιοσύνης της ΝΔ Κώστας Τζαβάρας στην εισήγηση του ανέφερε :
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ –και το έχω πει ακόμα μία φορά από του Βήματος αυτού- ότι το υπό συζήτηση και ψήφιση νομοσχέδιο, που φιλοδοξεί να αποκαταστήσει πολλές διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις αρμονικά ισχύουσες προς την έννοια της δίκαιης δίκης, αυτό δηλαδή που υπογράφεται «δίκαια δίκη και τα εύλογα χρονικά της όρια», έτυχε επεξεργασίας, η οποία θα μπορούσε να είναι υποδειγματική για τη συζήτηση όλων των νομοσχεδίων που έρχονται για να ψηφιστούν ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας.
Πράγματι, κύριε Υπουργέ –και θα πρέπει να σας το αναγνωρίσουμε- επιδείξατε διάθεση συζήτησης και ειλικρινούς επικοινωνίας, αλλά και διάθεση να αποδεχθείτε τροπολογίες οι οποίες έγιναν –και μάλιστα την υστάτη στιγμή- και οι οποίες αναφέρονται ακόμα και σε προβλήματα της επικαιρότητας. Εν τούτοις, όπως δηλώσατε, έχετε όλη την καλή διάθεση να τα αντιμετωπίσετε και να τα καλύψετε με προσεχείς νομοθετικές πρωτοβουλίες του Υπουργείου σας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, μαζί με τον έπαινο που εγώ προσωπικά σας απευθύνω από του Βήματος αυτού, σε κάποια θέματα που ήδη έχουν απομείνει θα ήθελα να εξακολουθήσουμε έναν πραγματικό και ειλικρινή διάλογο προκειμένου να διευθετηθούν και κάποια σημεία τριβής που έχουν μείνει για το τέλος.
Είναι βέβαιο ότι οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους που αφορούν τις τροποποιήσεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του εισαγωγικού νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τελικώς έχουν βρει την αποδοχή όλων των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας.
Πιστεύω ότι και από τις άλλες πλευρές σ’ αυτά τα θέματα δεν χρειάζεται να υπάρξει αντίρρηση, δεδομένου ότι υπάρχει μέσα από τη μεταρρύθμιση που εισάγει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο η αποτελεσματική διευθέτηση όλων των διαδικαστικών θεμάτων που οδηγούν στην αποσυμφόρηση των μεγάλων δικαστηρίων, χωρίς να παραβλάπτεται έστω και κατ’ ακεραία η αξίωση της Πολιτείας για δίκαιη και έντιμη εκδίκαση των υποθέσεων τόσο των ιδιωτικών, όσο και των διοικητικών και των ποινικών που εισάγονται στα δικαστήρια της χώρας, χωρίς μάλιστα επ’ αυτού να μπορεί κάποιος να φέρει, όπως είπα, ουσιαστικές αντιρρήσεις.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα ζητήματα του Μέρους Β΄ και του Μέρους Γ΄ που έχουν να κάνουν με την Ποινική Δικονομία και το Ποινικό Δίκαιο, όπως είπα, εκτός βέβαια από τις διαφορές που υπήρξαν και είναι θετικό το ότι τις αποδεχθήκατε αναφορικά με την πταισματοποίηση πλημμελημάτων, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να σηματοδοτούν με τη βαρύτητα της τιμωρίας, της κύρωσης που προβλέπουν, το ενδιαφέρον της κοινωνίας για κάποιες συγκεκριμένες συμπεριφορές που έχουν πράγματι ηθική και κοινωνική απαξία.
Όλοι οι συμμετέχοντες σ’ αυτή τη σημερινή συζήτηση, αλλά ακόμα και από το στάδιο της επεξεργασίας του συγκεκριμένου νομοσχεδίου στη Διαρκή Επιτροπή, έχουμε γίνει δέκτες τέτοιων παραπόνων από γονείς που έχουν χάσει τα παιδιά τους σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων εξαιτίας της ύπαρξης στα πλευρά των μεγάλων δρόμων μεγάλων πινακίδων ή διαφημιστικών πλαισίων, τα οποία πράγματι σε πολλές περιπτώσεις έχουν στερήσει ζωές ή έχουν αφήσει νέα παιδιά ανάπηρα.
Συμφωνούμε, λοιπόν και θεωρούμε ότι είναι πράγματι επιτυχής η σημερινή δήλωσή σας ότι θα παραμείνει στο σημείο αυτό η πλημμεληματική πρόβλεψη και τιμωρία αυτών των παραβατικών συμπεριφορών.
Όσον αφορά τώρα τα θέματα που έχουν σχέση με τη διοικητική δίκη, ήδη και αυτά τα έχετε αποκαταστήσει στα επίπεδα του διαλόγου που διεξήχθη, καθώς επίσης και τα θέματα με τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές.
Είναι ευτυχές ότι καταλήξαμε σε αυτήν τη διατύπωση, η οποία έχει την αποδοχή τόσο των εκπροσώπων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών όσο και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Πράγματι με τον τρόπο που τελικώς στο άρθρο 61 και στις μεταβατικές διατάξεις αυτού του νόμου γίνεται η διαμόρφωση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, είναι από πάσης απόψεως επιτυχής αυτή η νομοθέτηση.
Θα ήθελα όμως, προχωρώντας στα επόμενα μέρη, να αναφερθώ στο γεγονός ότι η δίκαιη δίκη είναι μεν υπόθεση της γρήγορης, της έντιμης δίκης και τις με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου αντιλήψεις που πρέπει να επικρατούν στην εκδίκαση των διαφορών ποινικών, ιδιωτικών και διοικητικών, πλην όμως –και το θεωρώ αυτό πολύ σημαντικό άλλωστε, το είχα τονίσει επανειλημμένως και κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη μόνιμη επιτροπή που επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο- θα πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα στην πολιτεία να αναβαθμίσει και ως προς το κύρος, αλλά και ως προς την αποστολή, αυτό το σώμα των λειτουργών που το Σύνταγμα έχει εναποθέσει ως αποστολή και υπηρεσιακό καθήκον, την εκδίκαση, την απονομή του δικαίου.
Οι ρυθμίσεις και οι τροποποιήσεις που εισάγονται στον οργανισμό των δικαστηρίων με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο πράγματι στο σύνολό τους διαπνέονται από αυτό το πνεύμα. Όμως κι εσείς κι εμείς είχαμε τη δυνατότητα να βρεθούμε με τις ενώσεις των δικαστών και κατά το στάδιο της ακρόασης των φορέων, αλλά και κατά τις συζητήσεις που είχαμε μαζί τους και θεωρώ ότι και αυτοί κατανοούν τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το θεσμό της επιθεώρησης των δικαστηρίων με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει μοχλός βελτίωσης και του ποιοτικού επιπέδου απονομής του δικαίου, αλλά κυρίως και της εξύψωσης του κύρους του δικαστικού λειτουργού, στα επίπεδα που πρέπει να βρίσκεται σε μία ευνομούμενη πολιτεία.
Είναι δεδομένο –και το έχω πει και πιστεύω ότι και η δική σας αντίληψη προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται- ότι μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί η σπουδαιότητα που οφείλεται να δίδεται, που οφείλουμε όλοι να αποδίδουμε στη λειτουργία του θεσμού της επιθεώρησης των δικαστηρίων.
Όμως αυτό απέχει από το σημείο του να έχουμε σήμερα υπό νομοθέτηση τις διατάξεις των άρθρων 66, 90 και 95–θα αναφερθώ και στη δευτερολογία μου- όπου εκεί έχουν εμφιλοχωρήσει κάποια ζητήματα τριβής με τις ενώσεις των δικαστών.
Αναφέρομαι συγκεκριμένα πρώτον στην περίπτωση της αόριστης διατύπωσης του ζητήματος όπου μπορεί να απαγγελθεί το διοικητικό ή το πειθαρχικό μέτρο της προσωρινής αργίας για δικαστή, μόνο και μόνο για λόγους που επιβάλλονται από το συμφέρον της υπηρεσίας ή τη διαφύλαξη του δικαστικού κύρους.
Κύριε Υπουργέ, θέλω να το δούμε αυτό για τους εξής απλούς λόγους: Πρώτον γιατί δημιουργούμε την εντύπωση ότι φωτογραφίζουμε περιπτώσεις που μας απασχόλησαν ή που σας απασχόλησαν στο παρελθόν. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση αυτή η πολύ υψηλού επιπέδου επεξεργασία των διατάξεων να φτάσει στο σημείο να δημιουργεί τέτοιου είδους καχυποψίες. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σ’ αυτή τη διάταξη.
Τι σημαίνει «συμφέρον υπηρεσίας»; Οι υπηρεσίες δεν έχουν συμφέροντα. Πώς θα πείσουμε τον οποιονδήποτε ότι εδώ, το συμφέρον της υπηρεσίας έχει μια συγκεκριμένη αναφορά στη λειτουργία της υπηρεσίας; Και κυρίως, ποιος είναι αυτός που θα κρίνει και με ποια αντικειμενικά κριτήρια ότι εδώ, σε κάποια περίπτωση ενός δικαστικού λειτουργού που πράγματι εμπλέκεται σε μια πειθαρχική διαδικασία, το συμφέροντης υπηρεσίας επιβάλλει την προσωρινή αργία; Ποιος το εκφράζει αυθεντικά αυτό το συμφέρον της υπηρεσίας; Προφανώς, το Δικαστικό Συμβούλιο. Αυτό θα πρέπει να δεχθούμε, γιατί αυτό επιβάλλει το Σύνταγμα στα πλαίσια της αναγνώρισης και του σεβασμού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ως αυτοτελούς δικαστικής λειτουργίας, κρατικής λειτουργίας και εξουσίας.
Δεύτερον, τι σημαίνει «διαφύλαξη του δικαστικού κύρους», όταν αυτό το δικαστικό κύρος όλοι το χρησιμοποιούμε σε αναφορές, οι οποίες κάθε άλλο παρά έχουν να κάνουμε με την παραπομπή σε συγκεκριμένα περιστατικά του υπηρεσιακού βίου των δικαστών;
Ένα άλλο θέμα, όπου θα ήθελα να έχω την προσοχή σας: Υπάρχει ένα ζήτημα στις διατάξεις που σας προανέφερα, που έχει να κάνει με την περίπτωση της περικοπής των απολαβών ή άλλων προνομίων στους δικαστές, που κρίνεται ότι δεν έχουν παράγει, δεν έχουν εκδώσει ικανοποιητικό αριθμό αποφάσεων.
Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αντίθεση ούτε και αντίρρηση από τις Ενώσεις ότι ένα μέτρο σαν την περικοπή των απολαβών ή των αποδοχών, όταν πράγματι διαπιστώνεται κάποια επίψογη υπηρεσιακή δράση ή δραστηριότητα ή παράλειψη άσκησης ή πλημμελούς άσκησης του υπηρεσιακού καθήκοντος, μπορεί να υπάρξει. Πλην, όμως, ποιος θα κρίνει τον ικανοποιητικό αριθμό των υποθέσεων, όταν πολλές φορές συμβαίνει δικαστές να απασχολούνται σε ποινικές συνθέσεις πολύ μεγάλων Εφετείων Κακουργημάτων, Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, όπου εκεί μία υπόθεση μπορεί να κρατήσει και έξι μήνες και δέκα μήνες κι ένα χρόνο, όπως έχει συμβεί; Εδώ υπάρχει ένα θέμα.
Πράγματι, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την περίπτωση με κριτήρια τέτοια, ώστε να μην αφήνεται περιθώριο για καταχρήσεις ως προς τη διαπίστωση των προϋποθέσεων, κάτω από τις οποίες θα πρέπει να υπάρξει πραγματικά ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο σε κάθε περίπτωση για εκείνον που πραγματικά είναι, όπως είπε ο Πρόεδρος των Διοικητικών Δικαστών, συστηματικά κοπανατζής και θα επιβάλλεται και θα πρέπει τα αρμόδια όργανα να μην διστάζουν να το επιβάλλουν, παρ’ όλο που ξέρω και την άποψή σας, ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο σε πολλές περιπτώσεις ή κατά ένα τρόπο που μπορεί να δημιουργεί και κάποιες ενστάσεις, αποφεύγει να είναι όσο πρέπει αυστηρό στην επιβολή των κυρώσεων σε εκείνους που πραγματικά τις αξίζουν.
Όσον αφορά τις άλλες τροπολογίες θα ήθελα να αναφερθώ κι εγώ στην πολύ ορθή επισήμανση με την τροπολογία της συναδέλφου κ. Πιπιλή. Και χαίρομαι ιδιαιτέρως γιατί κι εσείς αναγνωρίζετε ότι το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης είναι ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Και θα πρέπει και εκείνοι που διευκολύνουν τη διαμονή στο εσωτερικό της χώρας παρανόμως εισελθόντων μεταναστών να έχουν και κυρώσεις, πέραν των ποινικών. Να έχουν, δηλαδή, και κυρώσεις που προσβάλλουν δικά τους περιουσιακά αγαθά.
Επίσης, θα πρέπει κι εγώ να αναφερθώ –και θεωρώ ότι πολύ ορθά δεχθήκατε τις αιτήσεις και των συναδέλφων, αλλά και της Ένωσης των Ελλήνων Εργατολόγων- στο θέμα της πληρεξουσιότητας κατά την ενώπιον του Αρείου Πάγου δίκη.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουμε, κύριε Υπουργέ, και το θέμα μετά την καινούργια τροπή που είχαμε στη νομολογία του Αρείου Πάγου, καθώς και το θέμα του δικαιώματος παραστάσεως πολιτικής αγωγής στις δίκες που ανοίγονται στα ποινικά δικαστήρια από παραβιάσεις και παραβάσεις των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Εκεί θα πρέπει πράγματι να έχουν το δικαίωμα αυτοί οι οποίοι αναγνωρίζονται ως άμεσα παθόντες να παρίστανται και να δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής. Θεωρώ λοιπόν ότι πράγματι ήταν από κάθε άποψη επιτυχής αυτή η προσπάθεια που κράτησε καιρό, αλλά νομίζω ότι τα αποτελέσματά της είναι στον καθένα πλέον ορατά και με συγκεκριμένο τρόπο ωφέλιμα για την κοινωνία. Όπως είπα και πριν, θεωρώ ότι κάποια ζητήματα θα πρέπει να τα δούμε σήμερα και να τα επαναδιατυπώσουμε μέχρι το πέρας της διαδικασίας.
|