|
Τρίτη, 15 Φεβρουαρίου 2011 |
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στην πολιτική ζωή της Γαλλίας είχε αρχίσει να καθιερώνεται και να διαδίδεται μέσα από τον Τύπο η πρακτική των δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης ως έγκυρο μέσο διερεύνησης της λαϊκής βούλησης.
Παράλληλα συνεχώς αύξανε και η σπουδαιότητα του ρόλου των δημοσκόπων, των πολιτικών αναλυτών και των συμβούλων επικοινωνίας που ως ειδικοί ερμήνευαν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων αυτών.
Τότε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Temps Modernes (no 318- Ιανουάριος 1973 σελ. 1292) ένα άρθρο-σταθμός του Pierre Bourdieu με τον προκλητικό τίτλο “Η κοινή γνώμη δεν υπάρχει” (L’opinion publique n’ existe pas). Το άρθρο αυτό προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις και έμελε τελικά να αποτελέσει την πρώτη τεκμηριωμένη αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της ουδετερότητας και της εγκυρότητας των δημοσκοπήσεων γνώμης.
Για τον P.Bourdieu λοιπόν οι μετρήσεις της γνώμης δεν αποτελούν επιστημονικό άθλημα αλλά είναι ένα εργαλείο ιδεολογικής πάλης που συμβάλλει στην επιβολή ως αυτονόητων όχι μόνον των όρων του πολιτικού παιχνιδιού αλλά και των θεμάτων και των ζητημάτων που πρέπει κατά την κρίση «των ειδικών» να αποτελούν το αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης, απέναντι στα οποία οι πολίτες οφείλουν να τοποθετούνται. Πρόκειται για μια νέα «ορθολογική δημαγωγία» που κατευθύνει και χειραγωγεί την πολιτική συζήτηση στα αντικείμενα του ενδιαφέροντος εκείνων που τους συμφέρει είτε η μεροληπτική είτε η μονομερής προβολή της κοινωνικής πραγματικότητας.
Προς την ίδια κριτική κατεύθυνση συνέχισαν και άλλοι ερευνητές με κορυφαίο τον Patrick Champagne (βλ. η κατασκευή της κοινής γνώμης- το νέο πολιτικό παιχνίδι, εκδ. Πατάκη). Κατά την άποψη του τελευταίου, οι «ειδικοί» των σφυγμομετρήσεων συμμετέχουν στο πολιτικό παιχνίδι ως έγκυροι αναλυτές της κοινωνικής πραγματικότητας και ως εκπρόσωποι της «κοινής γνώμης» απέναντι στην οποία δήθεν κατέχουν μια επιστημονική, αντικειμενική και ουδέτερη θέση.
Το βέβαιο είναι ότι επιτυγχάνουν με τα μέσα που χρησιμοποιούν (πληροφορική, μετρήσεις, Μ.Μ.Ε.) να προσδίδουν αυτόνομη πολιτική ύπαρξη σε ένα μεταφυσικό πλάσμα που οι ίδιοι παράγουν, εκφράζουν, εμπορεύονται και διαχέουν μέσα στην κοινωνία των πολιτών το οποίο ονομάζουν «κοινή γνώμη».
Αλλά κατά αυτόν τον τρόπο το πολιτικό παιχνίδι μετεξελίσσεται και τελικά εκπίπτει σε μια οργανωμένη και κατευθυνόμενη δραστηριότητα «ειδικών» οι οποίοι παρόλο που ισχυρίζονται ότι με τις δημοσκοπήσεις «βάζουν το λαό να μιλήσει» εντούτοις στην πραγματικότητα ενεργούν όπως ο εγγαστρίμυθος που δανείζει τη φωνή του στις μαριονέττες του, (βλ. P.Champagne, ό.π.)
Με άλλα λόγια στις δημοσκοπήσεις όλοι εμφανίζονται να έχουν μια γνώμη για τα πάντα. Να απαντούν σε ερωτήματα που ποτέ δεν απασχόλησαν τους ίδιους. Όλες οι απαντήσεις είναι ισάξιες και έχουν την ίδια κοινωνική δύναμη, ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο του κάθε ερωτώμενου. Σε αυτά ας προστεθεί και το γεγονός ότι οι ερωτήσεις σε πολλές περιπτώσεις διατυπώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλούν «αβιάστως» τις επιθυμητές απαντήσεις.
Ήδη τα τελευταία χρόνια βιώνουμε και στη χώρα μας το φαινόμενο της επικυριαρχίας των «ειδικών» αυτής της κατηγορίας στην πολιτική ζωή.
Οι εκπρόσωποι της «κοινής γνώμης» καθημερινά μάχονται τους πολιτικούς που είναι οι αντιπρόσωποι του λαού. Οι πρώτοι προβάλλουν την «επιστημονική» νομιμοποίηση της παρέμβασής τους στα κοινά, οι δε πολιτικοί υπερασπίζονται (όσοι θέλουν και το μπορούν) τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση.
Σε αυτήν την συμβολική πάλη η κάθε πλευρά προσπαθεί να επιβάλλει εις βάρος της άλλης το μονοπώλιο του δημόσιου λόγου και της θεώρησης που έχει για τον κοινωνικό κόσμο.
Όμως μέσα από αυτήν τη ασύμμετρη σύγκρουση ευτελίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα και κακοποιείται ο κοινοβουλευτισμός. Οι πολιτικοί λοιδορούνται, ενώ οι ειδικοί ευλογούνται και υπερυψούνται. Η δημοκρατία σήμερα, παρόλα αυτά, δεν κινδυνεύει τόσο από τον ολοκληρωτισμό όσο από την ύπουλη και ιδιοτελή, σε πολλές περιπτώσεις, δημοκοπία κάποιων «ειδημόνων», οι οποίοι μιλούν δήθεν εξ’ ονόματος του λαού (που τον ταυτίζουν αυθαίρετα με την «κοινή γνώμη») χωρίς όμως να είναι εντολοδόχοι του, δηλαδή χωρίς να έχουν τιμηθεί με την εκλογή του.
|