|
Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου 2011 |
Στα πλαίσια του σχέδιου νόμου του Υπ. Προστασίας του Πολίτη για την Ίδρυση υπηρεσίας ασύλου και υπηρεσίας πρώτης υποδοχής , προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ , σχετικά με τους κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη, για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αναφέρθηκε με την ομιλία του στη Βουλή ο κοινουβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Κώστας Τζαβάρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, κύριοι συνάδελφοι, ότι στις υποθέσεις που έχουν σχέση με τους μετανάστες, τη μεταναστευτική πολιτική, θέματα ασύλου ή θέματα προσφύγων αυτό που εμποδίζει τη συνεννόηση μεταξύ των αντιθέτων πολιτικών παρατάξεων δεν είναι τόσο το γεγονός ότι υπάρχει αδυναμία να αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο τα ίδια πραγματικά ζητήματα, αλλά γιατί υπάρχει μία σύγχυση περισσότερο ιδεολογική, παρά εννοιολογική, η οποία εμποδίζει κάποιους να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, έτσι όπως επιβάλλει η ίδια η πραγματικότητα να αντιμετωπίζεται.
Δεν νομίζω ότι σ’ αυτήν τη χώρα υπάρχει πολίτης -είτε ιθαγενής, είτε νόμιμα διαμένων στον τόπο αυτό- που να μην αξιώνει και να μην απαιτεί από την πολιτεία την προστασία του και την απόλαυσή υπέρ αυτού όλων των δικαιωμάτων του πολίτη και του ανθρώπου, των ατομικών ελευθεριών, τα οποία κατοχυρώνει το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Και ασφαλώς, απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχει καμμία, μα καμμία διαπραγμάτευση. Δεν μπορεί να υπάρχει κανένας μετριασμός απέναντι σε φαινόμενα, τα οποία είναι εξωγενή με τη λειτουργία αυτής της πολιτείας, τουλάχιστον στα όρια της Επικράτειάς της ή τουλάχιστον στα όρια του ενιαίου χώρου ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας που έχει ιδρυθεί με βάση τα συγκεκριμένα θεσμικά εργαλεία της FRONTEX, της EUROJUST και όλων των άλλων περιπτώσεων στα πλαίσια της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εδώ, λοιπόν, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση. Οπωσδήποτε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, κάθε ανθρώπινο oν όπου γης αναμφίβολα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση τις ιδέες του ανθρωπισμού, με βάση τις ιδέες που επιβάλλουν την αναγνώριση της ανθρώπινης αξίας και που σέβονται ακριβώς τον άνθρωπο ως αυταξία.
Όμως, αυτό που δεν πρέπει να συγχέουμε είναι τα δικαιώματα που έχει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, όταν είναι πολίτης μίας συγκεκριμένης χώρας, με τα δικαιώματα που πρέπει να αναγνωρίζονται σε κάποιον ο οποίος μπαίνει παράνομα εντός των εδαφικών ορίων αυτής της πολιτείας.
Δεν τίθεται, λοιπόν, εδώ με την ίδια λογική και με την ίδια νομική έννοια το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου από την πλευρά εκείνων οι οποίοι είναι ιθαγενείς ή διαμένουν νόμιμα και το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πλευρά εκείνων οι οποίοι χαρακτηρίζονται «λαθρομετανάστες» ή «παράνομοι μετανάστες», γιατί ακριβώς από την πλευρά των προσώπων που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, η ελληνική πολιτεία δεσμεύεται αναφορικά μόνο όσον αφορά εκείνες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης που προστατεύει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις τους πρόσφυγες και δευτερευόντως ή κατά δεύτερο λόγο με βάση τη διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 2, εδάφιο γ΄ του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ακριβώς απαγορεύει την απέλαση αλλοδαπού, ο οποίος αποδεδειγμένα διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση θεωρώ ότι είναι άγονος η προσπάθεια κάποιων συναδέλφων να καταδείξουν ότι δήθεν στην Ελλάδα οι ιδέες του ανθρωπισμού σφαγιάζονται, γιατί ακριβώς δεν έχει εξασφαλιστεί κατά τον ίδιο ή τον ίσο τρόπο η απόλαυση των ίδιων δικαιωμάτων σε εκείνους οι οποίοι διαμένουν παράνομα σ’ αυτή τη χώρα σε σύγκριση με εκείνους οι οποίοι είναι ιθαγενείς ή διαμένουν νόμιμα.
Και εδώ, κύριε Υπουργέ, πράγματι ήταν σημαντικές οι διαπιστώσεις που κάνατε και οι θέσεις που πήρατε στην κατάληξη της ομιλίας σας. Θεωρώ ότι επιτέλους αντιληφθήκατε πόσο πολύ σοβαρό και επικίνδυνο ζήτημα είναι το να αφήνουμε χωρίς κανένα φραγμό να εισρέουν ή να εισέρχονται στα όρια της ελληνικής επικράτειας κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι όχι μόνο βοηθούν στο να υπάρχουν παράνομες καταστάσεις σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά κυρίως μειώνουν ή μετριάζουν ή αλλοιώνουν ουσιωδώς, όπως πολύ ορθά τονίστηκε, τις δυνατότητες που έχουν οι Έλληνες πολίτες να απολαμβάνουν δικαιώματα τα οποία εξασφαλίζει γι’ αυτούς το ίδιο το Σύνταγμα και εγγυάται η Βουλή και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Είναι αδιανόητο γιατί όταν φέρατε προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή το νέο Κώδικα Ιθαγένειας, πράγματι ισχυριζόμασταν αυτά που σήμερα εσείς ισχυριστήκατε από του Βήματος της Βουλής και σας λέγαμε ότι μ’ αυτού του είδους τις ρυθμίσεις και ιδιαιτέρως με βάση το σύστημα της αυτόματης απονομής της ιθαγένειας σε αδιάκριτο αριθμό μεταναστών, δημιουργείτε δέλεαρ, κίνητρο για αθρόα προσέλευση παρανόμων στα όρια της επικράτειάς μας.
Και τότε, πράγματι, ούτε θέλατε να ακούσετε τα επιχειρήματα αυτών που είχαν την αντίθετη άποψη. Και εάν σήμερα δείτε πόσο πολύ έχει αυξηθεί η ροή των μεταναστών από τρίτες χώρες προς την Ελλάδα –κάτι το οποίο είναι πλέον δεδομένο και μετρήσιμο μέγεθος- εξαιτίας αυτού του νομοθετήματος, τότε πράγματι αυτά τα λόγια σας που σήμερα απευθύνατε στους συναδέλφους από του Βήματος της Βουλής αποτελούν τουλάχιστον την ομολογία ότι σ’ αυτόν τον τομέα αποτύχατε. Και αποτύχατε γιατί δεν ακολουθήσατε αυτά τα οποία ακόμα και ο Συνήγορος του Πολίτη τότε σας έλεγε. Σας έλεγε, δηλαδή, ότι η ιθαγένεια είναι νομικός δεσμός που συνδέει έναν άνθρωπο με μία συγκεκριμένη κρατική έννομη τάξη. Δεν είναι ατομικό δικαίωμα, όπως ισχυριζόταν τότε ο Πρωθυπουργός. Ατομικά δικαιώματα πρέπει να υπάρχουν και είναι άξια προστασίας, όταν στα όρια μίας έννομης τάξης μίας συγκεκριμένης δικαιοκρατούμενης πολιτείας αναφέρονται σε νομίμως διαμένοντες στα εδαφικά όρια αυτού του κράτους.
Στα άλλα ζητήματα θα πρέπει να σας επιμείνω τουλάχιστον, γιατί ακούστηκαν και από την Εισηγήτριά μας και από τους προλαλήσαντες συναδέλφους άλλων παρατάξεων, ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα δημιουργείται από τις ανεξέλεγκτες καταστάσεις που προκύπτουν από την έλλειψη μίας συνεπούς, συνεκτικής, διαρθρωμένης και συστηματικής μεταναστατευτικής πολιτικής.
Γι’ αυτήν ακριβώς την πολιτική η Κυβέρνησή σας θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της. Θα πρέπει τουλάχιστον απέναντι στους πολίτες αυτού του κράτους να εξασφαλίσετε και να διασφαλίσετε την ασφάλεια, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη που επιβάλλει και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, γιατί όπως και να το κάνουμε με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν κάνουμε τίποτα άλλο, από το να ενσωματώνουμε στο Εσωτερικό Δίκαιο την Κοινοτική Οδηγία 115/2008.
Είναι ουσιαστικά μία νομοθετική πράξη που είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε γιατί ακριβώς αυτό στο οποίο αποσκοπεί δεν είναι τίποτα άλλο από το να καθιερώσει ομοιογενείς κανόνες και διαδικασίες στο θέμα της δίκαιης αντιμετώπισης αυτών των πολιτών τρίτων χωρών που εισέρχονται και διαμένουν στην Ελλάδα παράνομα.
Ο φράχτης όμως, του οποίου απολογητής γίνεστε σήμερα εδώ -και απευθυνόμενοι προς την πλευρά της αριστεράς ζητάτε έστω μία συγκατάνευση γι’ αυτό το ζήτημα- είναι ένας φράχτης που πράγματι αποτελεί ένα πραγματικό εμπόδιο που θα ανασχέσει αυτό το κύμα εισόδου στη χώρα ανεξέλεγκτου αριθμού μεταναστών.
Εσείς όμως έχετε υποχρέωση να καθαιρέσετε τους ιδεολογικούς φράχτες τους οποίους τεχνητά έχετε ορθώσει απέναντι σε ζητήματα τα οποία ενώ με τη σπουδαιότητα τους και την πολύ μεγάλη αξία που έχουν για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, σας έχουν πράγματι πείσει ότι πρέπει να έχετε μία άλλη θέαση και μία άλλη αντιμετώπιση γι’ αυτά τα ζητήματα, εν τούτοις μέχρι πρότινος επιμένατε πεισματικά να ακολουθείτε αυτήν τη συγχυτική ιδεολογία περί της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων ιδεωδών και κυρίως της οικουμενικότητας των ιδεών του ανθρωπισμού με τις οποίες στην Αίθουσα αυτή κανένας δεν διαφωνεί.
Δεν μπορεί, όμως, αυτή ακριβώς η ιδεολογία να γίνει νομικό οπλοστάσιο για να προστατεύεται ο πολίτης αυτής της χώρας όταν δημιουργούνται αυτού του είδους οι επικίνδυνες καταστάσεις, που εσείς σήμερα από του Βήματος της Βουλής περιγράψατε πράγματι με πολύ εύστοχα λόγια και αναφερθήκατε στις προσπάθειες τις οποίες κάνετε και είσαστε πλέον υποχρεωμένος να κάνετε, προκειμένου να αποκτήσει επιτέλους αυτός ο τόπος μία συγκεκριμένη σταθερή μεταναστευτική πολιτική.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι η θέση μας είναι ξεκάθαρη, σαφής. Είμαστε υπέρ της αρχής αυτού του νομοσχεδίου, γιατί όπως εξήγησα προηγουμένως αποτελεί υποχρέωσή μας που απορρέει από εκείνη τη συμμετοχή μας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να σας πούμε ότι επιτέλους θα πρέπει να ξεκαθαρίσετε τις προθέσεις σας, θα πρέπει να είστε πιο ειλικρινείς, θα πρέπει να είστε πιο συνεπείς για να αντιμετωπίσετε αυτά τα προβλήματα που θέτει η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, στο επίπεδο τουλάχιστον της προστασίας εκείνων των πολιτών και εκείνων των ανθρώπων που ζουν νόμιμα στον τόπο μας.
Απλώς θα ήθελα περαιώνοντας, κύριε Πρόεδρε, να αναφερθώ στο ότι πράγματι στη χώρα μας υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δηλώνουν ότι υιοθετούν το αριστερό ιδεολογικό παράδειγμα, πλην όμως βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση γιατί ακριβώς δεν μπορούν να ξεκαθαρίσουν στοιχειώδεις βασικές ιδέες και έννοιες. Το λέω αυτό -με όλο το σεβασμό βέβαια προς τους συναδέλφους της αριστερής πλευράς- γιατί έχω στο μυαλό μου τα λόγια που είχε πει το Δεκέμβριο στο Πολυτεχνείο ένας γνωστός, διακεκριμένος, αξιόλογος, αριστερός Σλοβένος διανοούμενος, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ.
Αυτός, λοιπόν, ο διανοούμενος πράγματι αναγνώρισε την αποτυχία των Αριστερών να παίρνουν μια συγκεκριμένη τοποθέτηση υπέρ της προστασίας των ιθαγενών πολιτών της χώρας τους και ουσιαστικά να έχουν αφήσει το πεδίο αυτής της προβολής και της αξιοποίησης των σχετικών επιχειρημάτων σε συγκεκριμένες ιδεολογικές παρατάξεις, με τις οποίες δήθεν στο θέμα αυτό τους χωρίζει ιδεολογική άβυσσος.
Πλην, όμως, το πρόβλημα επιβάλλει μια ενιαία, κοινή και συμφωνημένη από όλες τις πλευρές αντιμετώπιση, χωρίς ο καθένας να μειονεκτεί σε πατριωτισμό ή σε αριστερή φρασεολογία ή σε φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Αυτά είχα να πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
|