|
Τετάρτη, 30 Σεπτεμβρίου 2020 |
Τον τελευταίο καιρό ορισμένοι τοπικοί παράγοντες έχουν αποφασίσει να μετατρέψουν τη δημόσια σφαίρα της μικρής μας κοινωνίας σε ένα γλωσσικό και διανοητικό απόπατο.Ίσως να ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν να προσδώσουν ένα ξεχωριστό νόημα στα λόγια και στα έργα τους. Καθημερινά παραληρούν ακατάσχετα, ομιλούν δημοσίως ασυνάρτητα και ασύντακτα, χωρίς λογικό ειρμό, χωρίς καμία επαφή προς την πραγματικότητα. Κυνηγούν φαντάσματα. Βρίζουν υστερικά και χυδαιολογούν αχαλίνωτα με ύφος που ταιριάζει σε θαμώνες χαμαιτυπείου.
Περιέργως μάλιστα υποστηρίζονται από μια νεόκοπη «κλεφτουριά», η οποία από καιρό έχει πιάσει «τ’ άρματα»για να μας επιβάλει την άποψη ότι αξίζουν δάφνες «κοινωνικής προσφοράς» σε όσους έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους να λυμαίνονται τον κοινωνικό και τον δημόσιο πλούτο.
Η ετερόκλητη αυτή κοινοπραξία, παρόλη τη φλυαρία της και γραφικότητά της, δεν υποβαθμίζει απλώς την ποιότητα του δημόσιου λόγου, ούτε ταπεινώνει μόνο τα μεγέθη της πολιτικής ζωής που αντιστέκονται σε αυτήν την παρανοϊκή συμμαχία. Απεργάζεται κάτι πολύ βαθύτερο και ανησυχητικά επικίνδυνο. Προβάλλει ως πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς ανήθικες και ανέντιμες μορφές δράσης που μέχρι πρότινος εθεωρούντο από όλους καταδικαστέες και απαράδεκτες.
Διοχετεύει από υστεροβουλία στο κοινωνικό σώμα μια υπερβολή αρνητικότητας: εκτοπίζει από αυτό τις βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά και στη θέση τους τοποθετεί τις επικοινωνιακές τεχνικές, το ψεύδοςκαι την ασχήμια. Μας κάνει σιγά σιγά να λησμονούμε το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε, να μιλάμε και να πράττουμε για τις ανάγκες της καλλίτερης οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικού μας βίου.Μας εξοικειώνει με το μη περαιτέρω. Δηλαδή με το τερατώδες, που απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή μας.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις προβάλλει απειλητικά το αξίωμα του Μάνου Χατζιδάκι: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.»
Δεν έχουμε λοιπόν άλλον δρόμο, οφείλουμε να αντισταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στο επερχόμενο τέρας, προτού αρχίσουμε να του μοιάζουμε.
Σε αυτόν τον αγώνα δεν υπάρχει ασφαλώς καλύτερη σημαία από τα μνημειώδη λόγια που χρησιμοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν σε ανάλογες περιστάσεις χρειάστηκε να ξεσηκώσει τις συνειδήσεις των συμπολιτών του για να αντισταθούν κατά του επευλαύνοντος«αυριανισμού»: «...δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ (δηλαδή) να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό που βρυχάται.
Τι να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;»Και συνέχιζε πιο κάτω: « η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται και μας ελέγχει ...» (Σχόλιο του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ, 30.7.1978).
Δεν υπάρχουν λοιπόν περιθώρια ανοχής απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην πόλη μας. Αν αδρανήσουμε κινδυνεύουμε, όχι απλώς να χάσουμε το μέτρο του ορθού λόγου και του ωφέλιμου έργου στην κοινή ζωή, αλλά να γίνουμε και εμείς, εξαιτίας της ανοχής μας και της αδράνειάς μας,χορηγοί, αλλά και θύματα, αυτού του φοβερού τέρατος. Ιδού λοιπόν η πρόκληση για όλους μας: Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
|