|
Τετάρτη, 27 Μαρτίου 2019 |
Το πιο οξύ κοινωνικόπρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, είναι το πρόβλημα των λεγόμενων «κόκκινων δανείων». Ένα πρόβλημα που,κατά το μεγαλύτερο μέρος του,οφείλεται στη δεινή και απροσδόκητη οικονομική κρίση που από το 2009 μέχρι σήμερα πλήττει τη χώρα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, της ΕΛΣΤΑΤ και του ΙΟΒΕ το δηλωθέν εισόδημα των ελλήνων πολιτών για την επταετία 2010-2017, μειώθηκε κατά 25,15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μειώθηκε κατά 42%, οι αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας μειώθηκαν κατά 23 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ η κατανάλωση παρουσιάζει μείωση κατά 50 δισεκατομμύρια. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 64% των νοικοκυριών δηλώνει πλέον εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ ενώ την ίδια ώρα αυξήθηκε κατά 40% περίπου ο αριθμός αυτών που δηλώνει πλέον μηδενικό εισόδημα.
Ενώ,όμως, θα έπρεπε ήδη να έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και στο σύνολο του, όπως συνέβη με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν την ίδια κατάσταση (λ.χ. Κύπρος), η Κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τα δάνεια που έχουν εξασφαλιστεί με υποθήκη στη πρώτη κατοικία του δανειολήπτη και αποτελούν ένα ποσοστό του συνολικού αριθμού των δανείων. Για το σκοπό αυτό διαπραγματεύεται με τις τράπεζες.Παράλογα Κυβέρνηση και τράπεζες στις διαπραγματεύσεις τους δεν αναγνωρίζουν τις απρόβλεπτες και τεκτονικές αλλαγές, που συνέβησαν στην οικονομία του τόπου,σε σχέση με τις οποίες θα όφειλαν να αναδιαρθρώσουν το σύνολο τωνδανείων, με βάση τις γενικές ρήτρες που ισχύον στις συναλλαγές και προβλέπει ο Αστικός Κώδικας και το Σύνταγμα (απρόοπτη μεταβολή συνθηκών 388ΑΚ, καλόπιστη εκτέλεση των παροχών 288ΑΚ, κατάχρηση δικαιώματος 281ΑΚ, αρχή της αναλογικότητας άρθρ.25 Συντάγματος).
Η Κυβέρνηση, όμως,αποφεύγει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα στη ρίζα του: στους τραπεζικούς μηχανισμούς που κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και πολλές φορές αυθαίρετο διαμορφώνουν το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμών τραπεζικών απαιτήσεων κατά των δανειοληπτών. Δηλαδή, δεν ενδιαφέρεται για τον έλεγχο των διαδικασιών που διαμορφώνουν το συνολικό ύψος των ληξιπροθέσμων απαιτήσεων των τραπεζών, που ως γνωστόν σε πολλές περιπτώσεις δανείων, όπως τα καταναλωτικά, τα δάνεια από πιστωτικές κάρτες κ.α. εφαρμόζουν επιτόκια δυσανάλογα υψηλά, σε σχέση με τις νέες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά (επιτόκιο καταθέσεων 1%, αναγκαστική και βίαιη μείωση εισοδημάτων). Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις εκτοκίζουν τόκους χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό, με αποτέλεσμα τα ληξιπρόθεσμα χρέη των δανειοληπτών να εμφανίζονται παράλογα και αθέμιτα διογκωμένα, σε σχέση με την πραγματική οφειλή τους στα πιστωτικά ιδρύματα.
Πάνω από όλα όμως πρέπει να ληφθείυπόψη ότι το ελληνικό κράτος, με βάση το Ν. 2251/1994 Περί Προστασίας του Καταναλωτή, έχει ρητή υποχρέωση να υπερασπίζεται τα οικονομικά συμφέροντα των δανειοληπτών, που αναμφίβολα είναι καταναλωτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κάκιστα, έχει απαγορεύσειο νομοθέτης το δικαίωμα της προσφυγής στις υπηρεσίες του Συνηγόρου του Καταναλωτή στους δανειολήπτεςπου κρίνονται κατά την απόλυτη κρίση των τραπεζών «μη συνεργάσιμοι».
Υπό τα δεδομένα αυτά, επιβάλλεται η θέσπιση κανόνων για την αναμόρφωση με όρους δικαιοσύνης και με βάση την αρχή της αναλογικότητας των ληξιπροθέσμων απαιτήσεων των δανειοληπτών, που δημιουργηθήκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, κατά το πρότυπο του Ν. 3259/2004, γνωστού ως νόμου για τα πανωτόκια.
Ο Κώστας Τζαβάρας είναι Βουλευτής Ηλείας
και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ
|