|
Τετάρτη, 27 Ιουλίου 2016 |
Κατά τη χτεσινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής και κατά τη λήξη της συζητήσεως επί της αιτήσεως της ΝΔ για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση της αργίας των τραπεζών, των περιορισμών της κίνησης κεφαλαίων, του 3ου μνημονίου κλπ, που έλαβαν χώρα κατά το πρώτο επτάμηνο διακυβέρνησης της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ, δέχτηκα προσωπική επίθεση τόσο από τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νικόλαο Βούτση, όσο και από τον Υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο, γιατί αρνήθηκα, επικαλούμενος τον Κανονισμό της Βουλής, το δικαίωμα του κ. Υπουργού Οικονομικών να πάρει τον λόγο, μετά το κλείσιμο της συζήτησης του θέματος με την ομιλία του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Προέδρου της ΝΔ κ. Κυριάκου Μητσοτάκη.
Επέμεινα δε επί της ορθότητος του ισχυρισμού μου και απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο της Βουλής του εζήτησα να τηρήσει την απόφαση του Σώματος, με την οποία κατά την έναρξη της συζήτησης επί του συγκεκριμένου θέματος η Βουλή είχε ορίσει ότι αυτή θα κλείσει με την ομιλία του κ. Μητσοτάκη, ως Προέδρου του κόμματος, τα μέλη του οποίου υπέγραφαν την συζητούμενη αίτηση για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής του άρθρου 68 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, κατά την έναρξη της συζήτησης ο προεδρεύων κ. Νικήτας Κακλαμάνης ανακοίνωσε στο σώμα ότι, ως είθισται αλλά και κατόπιν συνεννοήσεως με τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νικόλαο Βούτση, η συζήτηση θα κλείσει με την ομιλία του Προέδρου της ΝΔ κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και ζήτησε από το Σώμα την αποδοχή της πρότασης αυτής. Το Σώμα αποδέχτηκε την ανακοίνωση αυτή και άρχισε η συζήτηση του θέματος.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης δεν εμφανίστηκε στη Βουλή για να ομιλήσει ο Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς γιατί δεν ήθελε με τα λεγόμενα του να δώσει αφορμή στον απόντα κ. Βαρουφάκη να τον διαψεύσει ή να παρουσιάσει ότι τα πράγματα συνέβησαν διαφορετικά από τον τρόπο, με τον οποία θα τα παρουσίαζε ο ίδιος στη Βουλή.
Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν αντιλήφθηκα ότι ο Πρόεδρος της Βουλής, παραβιάζοντας τόσο την πρωινή του απόφαση, όσο και την απόφαση του Σώματος αλλά και κατ΄ απόκλιση από τα ειωθότα, έδωσε τον λόγο στον κ. Τσακαλώτο για να απαντήσει στον Πρόεδρο της ΝΔ, θεώρησα ότι ως μέλος της Βουλής, που έχω απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και καθήκον υπεράσπισης του κανονισμού των εργασιών της, είχα υποχρέωση να αντιδράσω στην αυθαιρεσία, ασκώντας το αυτονόητο δικαίωμα αντιστάσεως που έχει κάθε βουλευτής σε οποιονδήποτε επιχειρεί να παραβιάσει τους κανόνες που ρυθμίζουν τις εργασίες του Κοινοβουλίου.
Πολλώ δε μάλλον που ενόψει της απουσίας του Πρωθυπουργού, η χειρονομία του Προέδρου της Βουλής να αναθέσει αντικανονικά στον Υπουργό Οικονομικών και μέλος της Κυβέρνησης να απαντήσει στον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, προέδιδε την επιθυμία του να υποβαθμίσει τη σημασία των επισημάνσεων και τη σπουδαιότητα του συζητούμενου θέματος.
Με το θέμα αυτό η ΝΔ ζητούσε κάτι, για το οποίο ήδη με πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ η Βουλή είχε πάρει θετική απόφαση. Δηλαδή, για την ταυτότητα του νομικού, του πολιτικού και του ουσιαστικού λόγου ζητούσε να αντιμετωπίσει η Βουλή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και την περίπτωση του 3ου μνημονίου με Εξεταστική Επιτροπή, εκτός από το 1ο και 2ο μνημόνιο, για τα οποία είχε δεχθεί τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Δυστυχώς, παρά τον ορυμαγδό που ξέσπασε από την άρνηση του κ. Προέδρου της Βουλής να μου δώσει τον λόγο για να θέσω το ζήτημα αλλά και τον καταφρονητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την παρέμβαση μου ο ίδιος, η επιμονή μου τον οδήγησε στο τέλος του επεισοδίου ουσιαστικά να ανακαλέσει τις εναντίον μου φραστικές και επιτιμητικές προσβολές (ίσως γιατί εν τω μεταξύ πληροφορήθηκε το δικαιολογημένο της αγανάκτησης μου) και να μου απονείμει δημοσίως τα εύσημα της ευπρεπούς συμμετοχής μου στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου, ανακαλώντας το περιεχόμενο των όσων μου είχε καταμαρτυρήσει προηγουμένως.
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι η απρεπής συμπεριφορά του κ. Τσακαλώτου, ο οποίος, παρά την υποχρέωση του με βάση το άρθρο 66 του Κανονισμού της Βουλής να απευθύνεται ομιλώντας από τη θέση του μόνο προς τον Πρόεδρο και όχι προς βουλευτή, μου επιτέθηκε φραστικά με περιφρονητικούς για το επίπεδο της παιδείας μου και της συμπεριφοράς μου χαρακτηρισμούς.
Οφείλω στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι για μένα προσωπικά δεν αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι ένας Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που τυχαίνει να είναι και μέλος της Κυβέρνησης, δεν γνωρίζει να μιλεί καλά την ελληνική, λόγω μακροχρόνιας απουσίας του στο εξωτερικό. Δεν τον μέμφομαι για αυτό και διαφωνώ με όσους του το καταμαρτυρούν.
Όμως δεν του αναγνωρίζω το δικαίωμα να αξιώνει να χωρέσει μέσα στα στενά γλωσσικά του όρια το απεριόριστο δικαίωμα που έχει κάθε συνάδελφος του να συμβάλει στην διαμόρφωση ορθών αποφάσεων του Σώματος καθώς και την ποιότητα και το ύφος που υιοθετεί ο καθένας για τις παρεμβάσεις του στον κοινοβουλευτικό διάλογο. Η παιδεία μου, απαντώ στον κ. Τσακαλώτο, είναι τέτοια που μου επιβάλει ως καθήκον την αντίσταση σε κάθε μορφής παρακμή και ευτέλεια, που ως επί το πλείστον τον τελευταίο ενάμιση χρόνο εκπορεύεται από τον κομματικό του χώρο.
Κώστας Τζαβάρας
Βουλευτής Ηλείας
|